συνέστιος

συνέστιος
-ον, ΜΑ
1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.
β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ.
γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.)
2. στενός φίλος, αδελφικός φίλος («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ σύνοικος καὶ συνοδοιπόρος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. συνέστιος
προσωνυμία τού Διός και άλλων θεοτήτων ως προστατών τής οικογενειακής εστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -έστιος (< ἑστία), πρβλ. παρ-έστιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνέστιος — sharing one s hearth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνέστιος — συνέστιος , συνέστιος sharing one s hearth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέστιον — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem acc sg συνέστιος sharing one s hearth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστιωτάτοις — συνέστιος sharing one s hearth masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστίοις — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστίου — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστίους — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστίων — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem/neut gen pl συνεστιάω help to entertain imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) συνεστιάω help to entertain imperf ind act 1st sg (homeric ionic) συνεστιάω help to entertain imperf ind act 3rd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέστιε — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέστιοι — συνέστιος sharing one s hearth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”